ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ ΜΟΥ

Πέμπτη 12 Απριλίου 2012

Ο ΓΕΡΩΝ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ


 
Ο Χριστός είναι η ζωή...είναι το παν.
 Είναι η χαρά, είναι το φως, το φως το αληθινό που κάνει τον άνθρωπο να χαίρεται, 
να πετάει, να βλέπει όλα, να βλέπει όλους, να θέλει όλους κοντά του».
Η άκρα ταπείνωση ήταν το κύριο χαρακτηριστικό της προσωπικότητας 

του Γέροντα Πορφυρίου. Έλεγε:
«Από μικρό παιδί είχα κάνει πολλές αμαρτίες , οι οποίες μέχρι σήμερα έχουν γίνει 
πάρα πολλές. Ο κόσμος όμως με πήρε από καλό μάτι και όλοι φωνάζουν πως είμαι άγιος.
 Εγώ όμως αισθάνομαι ότι είμαι ο πιο αμαρτωλός άνθρωπος του κόσμου. 
Τώρα που θα πάω για τον ουρανό, έχω το συναίσθημα ότι θα μου πει ο Θεός: 
«Τι θες εσύ εδώ;»Εγώ ένα έχω να του πω: «Δεν είμαι άξιος Κύριε για εδώ, αλλά 
ό,τι θέλει η αγάπη σου ας κάνει για μένα».
Αν και ήταν σχεδόν αγράμματος ο π. Πορφύριος ήταν εκ φύσεως ανήσυχο πνεύμα. 

Προσπαθούσε πάντοτε να διευρύνει τον ορίζοντα των γνώσεών του. 
 Ρωτούσε ειδικούς να μάθει, μελετούσε βιβλία και ερευνούσε συνεχώς τα μυστικά 
του κόσμου των ζώων, των φυτών, των αστέρων, της λειτουργίας 
του ανθρωπίνου σώματος. Η κυρίαρχη δύναμη όμως που κατεύθυνε
 το πνεύμα του ήταν οι δωρεές του Αγίου Πνεύματος.
Ήταν σε θέση ακόμη να διερευνά τους λογισμούς των ανθρώπων, την προσωπική τους 

ιστορία και τον ασυνείδητο ψυχικό τους κόσμο.
Νωρίς αρρώστησε βαριά και οι γέροντές του τον έστειλαν πίσω στους γονείς του 

για αποθεραπεία. Υπέφερε σ' όλη του τη ζωή από φρικτές αρρώστιες και ενώ 
είχε το χάρισμα της ιάσεως, αλλά και της διάγνωσης ασθενειών, 
αν και δεν είχε σπουδάσει ιατρική, για τον εαυτό του όπως έλεγε 
ντρεπόταν να ζητήσει
 από το Θεό να τον θεραπεύσει. Κι έτσι υπέμενε. 
 
Σε ηλικία 21 μόλις ετών χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και ονομάστηκε Πορφύριος. 

Τα επόμενα χρόνια άσκησε το έργο του πνευματικού πατέρα και του εξομολόγου.
 Εξομολογούσε ώρες ατέλειωτες!
Όταν κηρύχτηκε ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος, τον Οκτώβριο του 1940, 

διορίστηκε εφημέριος στο παρεκκλήσιο του Αγ. Γερασίμου της «Πολυκλινικής Αθηνών», 
 στην Ομόνοια. Για τριάντα χρόνια ο π. Πορφύριος ανάπαυε με την προσευχή και 
το λόγο τους ανθρώπους του πόνου. Ήταν ένας ασκητής όπως έλεγε ο ίδιος 
«αντί στην έρημο του Αγ. Όρους στην έρημο της Ομόνοιας». 
Οι γιατροί που υπηρέτησαν στην Πολυκλινική αυτή αφηγούνται 
πολλά θαυμαστά περιστατικά.
Στις αρχές του 1980 μετέφερε το επίκεντρο της πνευματικής του προσπάθειας, 

να οργανώσει δηλαδή μια εστία πνευματικού και ποιμαντικού έργου, 
στον Ωρωπό, στο Μήλεσι. Ένα τροχόσπιτο ήταν στην αρχή το κελί του.
Ο σεβάσμιος γέρων σιγά-σιγά αποσύρθηκε αθόρυβα από τον Ωρωπό στο Αγιο Όρος. 

Η βαθιά του επιθυμία ήταν να αφήσει την τελευταία του πνοή εκεί στον τόπο 
όπου είχε καρεί μοναχός. Όπως όλοι οι άγιοι αξιώθηκε να έχει ένα οσιακό τέλος. 
Κατά θεία παραχώρηση προαισθάνθηκε το τέλος του. Τα χαράματα της 2ας Δεκεμβρίου 
αναχώρησε για τον ουρανό. Το πολύπαθο σκήνος του ενταφιάστηκε στα Καυσοκαλύβια.
Ο Γέρων Πορφύριος ήταν ένας γνήσιος πνευματικός πατέρας.



 
Ήταν ο άνθρωπος της τέλειας, ολοκληρωμένης αγάπης και της απόλυτης διάκρισης.
Ένα αξιοθαύμαστο περιστατικό που διηγιόταν με απλότητα ο π. Πορφύριος ήταν το εξής:
Ο π. Πορφύριος είχε ένα πνευματικό παιδί, ιερέα στην Αμερική, τον π. Σπυρίδωνα. 

Του τηλεφώνησε λοιπόν και του είπε: «Αύριο στις 3 η ώρα τη νύκτα ( ώρα Ελλάδος ) 
θα σε επισκεφτώ. Μην κοιμάσαι. Να με περιμένεις». Κάποια στιγμή 
το άλλο βράδυ ο π. Σπυρίδων κρύωνε και ξύπνησε. Τότε χτύπησε το τηλέφωνο. 
Ήταν ο π. Πορφύριος από τον Ωρωπό που του είπε: «Πάτερ Σπυρίδωνα, 
γιατί κοιμόσουν; Δε σου είπα ότι θα σε επισκεφτώ; Και για να με πιστέψεις κοίταξε, 
σου έχω αφήσει την πόρτα ανοιχτή». Ο π. Σπυρίδων κοιτάζει. 
Πράγματι η πόρτα ήταν ορθάνοιχτη, γι' αυτό κρύωνε πάρα πολύ!
«Να εύχεσαι έτσι απλά, απλά και ταπεινά, με πίστη απλή, 

χωρίς να περιμένεις από το Θεό αν σου απαντήσει. 
Χωρίς να δεις το χέρι Του ή το φωτισμό Του το πρόσωπό Του. Τίποτα! 
Να πιστεύεις! Εφ' όσον μιλάς με το Θεό, μιλάς πραγματικά με το Θεό».
«Δεν υπάρχει απόσταση μεταξύ μας. Όταν φύγω απ' αυτή τη ζωή, θα είναι καλύτερα. 

Θα είμαι πιο κοντά σας, όταν με ζητάτε».


Οι Αγιοι ζουν! Είναι κοντά μας, είναι φίλοι, μας τείνουν το χέρι. 

Θα ανταποκριθούμε άραγε;

 







Τρίτη 10 Απριλίου 2012

ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΧΑΡΟΥΜΕ..



Με τη θλίψη και τον πόνο που επικρατεί στις ψυχές των συνανθρώπων μας, μόνο ένα παραμυθι θα μπορούσε να μας χαλαρώσει λίγο, ώστε να σκεφθούμε πως δεν χάνουμε τελικά και πολλά πράγματα..Να ξανασκεφθούμε το Γραφικό...
¨Τί Θα Μπορούσε Ο Άνθρωπος Να Δώσει Σε Αντάλλαγμα Της Ψυχης Του¨....
Ας έρθουμε στο παραμύθι μας...Ζούσε κάποτε, τα παλιά χρόνια.. ένας βασιλιάς θλιμμένος που παραδόξως,είχε έναν
υπηρέτη χαρούμενο και αισιόδοξο.
Κάθε πρωί, αυτός ο υπηρέτης, ξυπνούσε τον βασιλιά πηγαίνοντας του το πρόγευμα, τραγουδούσε χαρούμενα στιχάκια, και του έκανε αστείους μορφασμούς.


 

Στο πρόσωπό του υπήρχε πάντα ένα φωτεινό χαμόγελο, αλλά και όλη του η ζωή ήταν ήρεμη
και ευτυχισμένη. Κάποια μέρα ο βασιλιάς τον ρώτησε:


Ποιό είναι το μυστικό της χαράς σου.

   

Μα...δεν υπάρχει μυστικό Μεγαλειότατε.

Πως τολμάς να λες ψέματα σ´ εμένα.
Πιστέψτε με Μεγαλειότατε, Δεν υπάρχει
κανένα μυστικό.

Και πως τα καταφέρνεις και είσαι όλη την μέρα τόσο κεφάτος;
Μεγαλειότατε, η ζωή ήταν τόσο γενναιόδωρη μαζί μου. Η Λαμπροσύνη σας με
τιμά και με έχει στην υπηρεσία της. Με την γυναίκα μου και τα παιδιά μου
μένουμε σ´ ένα ωραίο σπίτι που μας παραχώρησε το παλάτι. Μας προσφέρετε
ρούχα και τροφή για όλους μας, δωρεάν εκπαίδευση στα παιδιά μου, επί πλέον
δε, η Μεγαλειότητα σας μου πληρώνει και ένα μικρό μηνιαίο επίδομα, που
ικανοποιεί τις μικροεπιθυμίες μας.
Πως να μην είμαι ευτυχισμένος..
 

Είναι αδύνατον να είναι κάποιος ευτυχισμένος
με αυτά που μου παρέθεσες.

Μα Βασιλιά μου σας παρακαλώ πιστέψτε με. Δεν σας κρύβω κάτι. Πως θα
μπορούσα άλλωστε. Δεν υπάρχει μυστικό.
 

Τον βασιλιά όμως... Του φαινόταν τόσο παράλογο ο
βαλές του να είναι τόσο ευτυχισμένος, ζώντας σε δανεικό σπίτι, τρώγοντας
από τα περισσεύματα των αυλικών, φορώντας ρούχα από δεύτερο χέρι. Ετσι φώναξε τον πιο σοφό σύμβουλό του και του
διηγήθηκε την συζήτηση και την απορία του.

Πες μου άνθρωπε, γιατί ο άνθρωπος αυτός είναι ευτυχισμένος;

Α, Μεγαλειότατε, επειδή προφανώς βρίσκεται έξω από τον κύκλο.

 

Γι’ αυτό είναι ευτυχισμένος..

Όχι μεγαλειότατε, γι αυτό.. δεν είναι δυστυχισμένος.

Δεν καταλαβαίνω. Δηλαδή όποιος είναι μέσα...στον κύκλο είναι δυστυχισμένος;
Εγώ είμαι δυστυχής διότι είμαι μέσα στον κύκλο;

Ακριβώς βασιλιά μου.

Και πως βγήκε;

Δεν μπήκε ποτέ.

Τι κύκλος είναι αυτός
και γιατί μας προκαλεί θλίψη;

Είναι ο κύκλος του.. ενενήντα εννέα.

Και πως λειτουργεί αυτός ο κυκλος;

Μεγαλειότατε είναι δύσκολο να σας τον εξηγήσω με λόγια, μπορώ όμως να σας
τον δείξω στην πράξη.

 

θα βάλω τον υπηρέτη σας στον κύκλο.

Πως δηλαδή.. θα τον σπρώξεις
Δεν θα χρειαστεί βασιλιά μου. Αν βρει την ευκαιρία θα μπει μόνος του.

Και καλά, όταν μπει δεν θα δει ότι αυτό τον έκανε δυστυχισμένο, ώστε να
βγει κατ´ ευθείαν;

Θα το αντιληφθεί, αλλά.. δεν θα θέλει να φύγει.

Δηλαδή μου λες ότι θα καταλάβει πως αν μπει στον κύκλο θα δυστυχήσει, αλλά
παρ´
όλα αυτά ... δεν πρόκειται να ξαναβγεί;

Ακριβώς Μεγαλειότατε.
Κανένας δεν θέλει να βγει από τον κύκλο του ενενήντα
εννέα. Όσο και αν τον κάνει δυστυχισμένο.
Θα μάθεις λοιπόν πως λειτουργεί ο κύκλος,
αλλά εσύ ...θα χάσεις έναν εξαίρετο υπηρέτη και το παλάτι έναν ...χαρούμενο άνθρωπο.
 

Πότε ξεκινάμε;

Σήμερα το βράδυ βασιλιά μου. Θα περάσω να σε πάρω. Θα έχεις ετοιμάσει ένα
σακί με.. ενενήνταεννέα φλουριά. Ούτε ένα περισσότερο, ούτε ένα λιγότερο.

Πράγματι, την νύχτα ο σοφός πέρασε να πάρει τον βασιλιά. Πήγαν μαζί στο
σπιτάκι του υπηρέτη, στην άκρη της αυλής του παλατιού, κρύφτηκαν και περίμεναν να ξημερώσει.
Μόλις αχνοφέγγισε και άναψε στο δωμάτιο ένα κερί, ο
σοφός έβαλε στο σακούλι ένα μήνυμα που έλεγε:

Ο Θησαυρος Ειναι Δικος Σου. Ειναι Βραβειο Επειδη Εισαι Ξεχωριστος Ανθρωπος.
Απολαυσε Τον. Μην Πεις Σε Κανεναν Πως Τον Βρηκες.

 

Έδεσε το σακί στην πόρτα του υπηρέτη, χτύπησε δύο φορές και έτρεξε να
ξανακρυφτεί. Όταν υπηρέτης βγήκε ξαφνιασμένος, ο βασιλιάς παρακολουθούσε
πίσω από έναν θάμνο. Τον είδε να διαβάζει το μήνυμα και να ανοίγει το πουγκί.
Είδε την έκπληξη στο πρόσωπό του, το αρχικό φόβο, την καχύποπτη, ερευνητική ματιά μήπως ήταν κανένας τριγύρω.
Τον είδε να σφίγγει το πουγκί
στην αγκαλιά του, να ανοίγει το πουκάμισο και να το βάζει στο στήθος του,
να χώνεται γρήγορα σπίτι του. Μόλις άκουσαν την κλειδαριά να διπλο-αμπαρώνει, ο βασιλιάς με τον σοφό
πλησίασαν στο παράθυρο για να
κατασκοπεύσουν. Ο υπηρέτης είχε ρίξει στο πάτωμα τα πιατικά που ήσαν στο τραπέζι, αφήνοντας μόνο το κερί.
Καθισμένος σε μια καρέκλα άδειαζε το
περιεχόμενο. Τα μάτια ήταν γουρλωμένα, κόντευαν να βγουν έξω από τις κόγχες.



 
Ήταν φανερό δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που έβλεπε. Ένα βουνό από χρυσά
φλουριά. Ένας θησαυρός. Όλος δικός του. Αυτός που δεν είχε ποτέ ως τώρα στην ζωή ακουμπήσει έστω ένα χρυσό φλουρί,
τώρα είχε ένα μικρό βουνό από αυτά. Δικά του.
Άρχισε να τα χαζεύει και να τα κάνει στίβες. Τα κοίταζε πως άστραφταν στο φως του κεριού και χαζογελούσε.
Τα συγκέντρωνε, τα σκόρπιζε
για να ακούει το κουδούνισμά τους. Και όλο χαμογελούσε. Παίζοντας άρχισε να
τοποθετεί σε στίβες των δέκα. Μια δεκάδα, δύο δεκάδες, τρείς, τέσσερις, πέντε, έξι...
Ταυτόχρονα έκανε και το άθροισμα. Πενήντα, εξήντα, εβδομήντα,
ογδόντα, ενενήντα, εκατ...που είναι το τελευταίο; Ξαναμετρά μία μία τις στίβες να βρει το λάθος, τίποτα. Τα στήνει σε κολώνες, την μία δίπλα στην άλλη, μήπως κάποια προεξέχει...
 
Τίποτα. Η τελευταία κολώνα ελλειμματική. Μόνο
εννέα φλουριά. Κοιτάζει ερευνητικά το τραπέζι, σηκώνει το κερί, γυρίζει το
μέσα έξω στο σακούλι...Τίποτα. Γονατίζει και αρχίζει να ψάχνει στο πάτωμα.
Δεν μπορεί τα φλουριά
επρεπε να είναι εκατό.

Δεν είναι δυνατόν, μονολογούσε όσο έψαχνε. Κάπου πρέπει να μου έπεσε...κάπου πρέπει να είναι.
Με λήστεψαν! Αλήτες! Κερατάδες! Με κλέψανε!
 
Γονατισμένος κοιτούσε πάνω στο τραπέζι, έβλεπε τις κολώνες με τα φλουριά
και αισθανόταν πως κάτι του είχε διαφύγει. Δεν μπορεί, κάπου έκανε λάθος.
Αδύνατον η μία κολώνα να είναι κουτσή. Αλλά το φλουρί που έλειπε, πουθενά.
Τελικά σαν να το πήρε απόφαση. Ενενήντα εννέα φλουριά, είναι πολλά λεφτά...συλλογίστηκε.
Μπορώ να ζήσω την υπόλοιπη ζωή σαν
άρχοντας...συνέχισε. Αλλά δεν είναι στρογγυλός αριθμός.... Το εκατό, μάλιστα, είναι στρογγυλός αριθμός.
Τώρα μου λείπει ένα.
 
Ο βασιλιάς και ο σοφός σύμβουλος κοιτούσαν από το παράθυρο. Το πρόσωπο του υπηρέτη δεν ήταν το ίδιο.
Ήταν σκεπτικός, σκυθρωπός με χείλη στενά,
τραβηγμένα. Με μάτια μισόκλειστα έξυνε το κεφάλι του. Κάτι σκεπτόταν. Μάζεψε τα φλουριά στο σακούλι και κοιτάζοντας καχύποπτα ολόγυρα, το έκρυψε

προσεκτικά, όσο πιο αθόρυβα μπορούσε πίσω από ένα σωρό καυσόξυλα. Ύστερα πήρε χαρτί και μολύβι
και κάθισε να κάνει λογαριασμούς.

Πόσο καιρό πρέπει να κάνω οικονομίες, ώστε να αποκτήσω και το εκατοστό φλουρί..
Ο υπηρέτης μιλούσε μόνος, παραμιλούσε ασυναίσθητα. Θα βρω και δεύτερη δουλειά, θα δουλέψω σκληρά
για ένα διάστημα, μέχρι να το κερδίσω.
Μετά όμως ε...άραγμα.. Ναι, με εκατό φλουριά, μπορεί ένας άνθρωπος να
μην δουλεύει. Μπορεί να ζει δίχως σκοτούρες. Είσαι πλούσιος! Είσαι άρχοντας!
Δεν υπάρχει λόγος να δουλεύεις. αγόρι μου! Τελείωσε τους υπολογισμούς του.
Αν δούλευε σκληρά κι έβαζε στην άκρη όλο το μηνιάτικο του και ότι έξτρα χρήματα έπαιρνε,
σε πέντε το πολύ έξι χρόνια θα μπορούσε να
αγοράσει ένα χρυσό φλουρί.
 
Έξι χρόνια είναι πάρα πολλά, μονολόγησε. Θα μπορούσα όμως να βάλω και την
γυναίκα μου να δουλέψει. Κάποια δουλειά θα βρει να κάνει στην πολιτεία. Θα μπορούσε να καθαρίζει σπίτια.
Αλλά κι εγώ, πέντε η ώρα τελειώνω από το
παλάτι. Μπορώ να κάνω το βοηθό σε κανένα μάστορα, δύο τρεις ώρες μέχρι να νυχτώσει.
 

Ξαναπιάνει το μολύβι και αρχίζει πάλι τους υπολογισμούς. Με την έξτρα δουλειά τη δική του
και την συνεισφορά της γυναίκας του θα μάζευε τα
χρήματα για το φλουρί σε τρία χρόνια. Εξακολουθούσε να είναι πολύς, πολύς καιρός.


Ίσως θα μπορούσαμε να κάνουμε και κάποιες οικονομίες. Να πουλήσουμε ας πούμε λίγο από το φαγητό.
Έτσι κι αλλιώς το πολύ φαί, κακό κάνει. Άσε που
μια και είναι τζάμπα, το χουμε παρακάνει. Και τα χειμωνιάτικα παπούτσια. Τι χρειάζονται..
Μπαίνει η Άνοιξη. Έρχονται ζέστες. Και τα επανωφόρια μπορώ να το πουλήσω. Να πουλήσω...
Να πουλήσω...Πρέπει να γίνουν θυσίες. Άλλωστε θα
πιάσουν τόπο. Σε δύο χρονάκια το πολύ θα αγοράσουμε το φλουρί που μας
λείπει και μετά...ποιός μας πιάνει μετά. Θα είμαστε πλούσιοι. Ότι μας γυαλίζει θα το αγοράζουμε.
Αυτό είναι. Δύο χρόνια στο τούνελ και μετά...

Ο βασιλιάς και ο σύμβουλος γύρισαν στο παλάτι.        
Ο Υπηρέτης Είχε Μπει Στον
Κύκλο Του Ενενήντα Εννέα.



 

Τους μήνες που ακολούθησαν, ο υπηρέτης έβαλε σε εφαρμογή τα σχέδια που είχε
αποφασίσει εκείνο το πρωινό. Δούλευε πολύ, κουραζόταν, κακοκοιμόταν, αλλά
επέμενε στην απόφασή του. Ένα πρωινό, μπήκε με το πρωινό στο δωμάτιο του βασιλιά, αργός, κακόκεφος, αμίλητος, όπως συνήθιζε τελευταία.


Μα καλά, τί έπαθες εσύ, ρωτά τάχα ανήξερος ο βασιλιάς.

Μια χαρά είμαι Μεγαλειότατε. Θέλετε τίποτε άλλο;

Μέρες έχω να σ´
ακούσω να τραγουδάς. Σου συμβαίνει κάτι;

Αν δεν κάνω λάθος, η δουλειά μου είναι σας σερβίρω και να σας βοηθώ να ντυθείτε.
Δεν κάνω τη δουλειά μου; Την κάνω και μάλιστα άψογα, συνέχισε.
Δεν με προσλάβατε για γελωτοποιό ούτε για τραγουδιστή.

Μετά από μερικούς μήνες, ο βασιλιάς έδιωξε τον υπηρέτη από το παλάτι. Δεν είναι ευχάριστο να περιβάλλεσαι από κακόκεφους, υπαλλήλους.
  

Το παραμύθι τέλειωσε και το συμπέρασμα που βγαίνει είναι οτι εσύ, εγώ ... όλοι μας έχουμε εκπαιδευθεί σε μιαν ηλίθια ιδεολογία...Πάντα κάτι μας λείπει για να νοιώθουμε ευτυχισμένοι...πλήρεις..

Πάντοτε
Κάτι Μας Λείπει για να νιώσουμε ικανοποιημένοι, και ατυχώς Μόνο Αν Είσαι Ικανοποιημένος
μπορείς να απολαύσεις ο,τι έχεις.
Γι αυτό, εκπαιδευτήκαμε απ τους κρατούντες, πως τάχα η ευτυχία θα έλθει όταν ολοκληρώσουμε
αυτό που μας λείπει...Και επειδή
Πάντα Κάτι Λείπει, ξαναγυρίζουμε στην αρχή
και δεν απολαμβάνουμε ποτέ την ζωή...
Τι θα συνέβαινε όμως,
αν αλλάζαμε προοπτική, ξεκολλούσαμε τον νού μας απ την ύλη, το χρήμα, τις επενδύσεις, τα πολλά σπίτια, τα ταξίδια, την άνεση, την πολυτέλεια, τις ηδονές των αισθήσεων, την δόξα και την αναγνώριση των άλλων, και ζητούσαμε την...  φώτιση..κι  ερχόταν στις ζωές μας η αλλαγή κι η απλότητα... και αντιλαμβανόμαστε, ξαφνικά,
ότι τα... ενενήντα εννιά φλουριά μας είναι το
100% του θησαυρού μας...
Ότι Δεν Μας Λείπει Τίποτα, κανένας δεν μας έκλεψε τίποτα...
Το εκατό δεν είναι καθόλου πιο στρογγυλός αριθμός από το ενενήντα εννιά...
Ότι αυτό, είναι μόνο μια παγίδα, ένα δόλωμα για να σέρνουμε το κάρο, κουρασμένοι, κακόκεφοι,
δυστυχείς και συμβιβασμένοι..
Μια παγίδα για να μην σταματήσουμε ποτέ.. να σπρώχνουμε και να μείνουν όλα όπως έχουν.
Αιωνίως τα ίδια...
Πόσα θα άλλαζαν αν μπορούσαμε να απολαύσουμε τους ¨θησαυρούς¨ μας, έτσι ακριβώς όπως είναι.
Έτσι ακριβώς όπως τους κατέχουμε..με καθαρή ψυχή...χωρίς λογισμούς...χωρίς κακίες και μωροφιλοδοξίες...χωρίς πίκρα και ¨γιατί¨..
 
(από το βιβλίο του Αργεντίνου Χόρχε Μπουκάι, "Να σου πω μια Ιστορία")